σαπρόγηρος

σαπρόγηρος
-ον, Μ
(με επιτιμητική σημ.) σαπισμένος από τα γεράματα, βρομόγερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + -γηρος (< γῆρας), πρβλ. καλό-γηρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”